Jump to content

σομαλικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σομαλικός (somalikósm (feminine σομαλική, neuter σομαλικό)

  1. Somali (relating to Somalia or its people)

Declension

[edit]
Declension of σομαλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σομαλικός (somalikós) σομαλική (somalikí) σομαλικό (somalikó) σομαλικοί (somalikoí) σομαλικές (somalikés) σομαλικά (somaliká)
genitive σομαλικού (somalikoú) σομαλικής (somalikís) σομαλικού (somalikoú) σομαλικών (somalikón) σομαλικών (somalikón) σομαλικών (somalikón)
accusative σομαλικό (somalikó) σομαλική (somalikí) σομαλικό (somalikó) σομαλικούς (somalikoús) σομαλικές (somalikés) σομαλικά (somaliká)
vocative σομαλικέ (somaliké) σομαλική (somalikí) σομαλικό (somalikó) σομαλικοί (somalikoí) σομαλικές (somalikés) σομαλικά (somaliká)
[edit]