Jump to content

σλοβακικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

σλοβακικός (slovakikósm (feminine σλοβακική, neuter σλοβακικό)

  1. Slovakian (relating to Slovakia or its people or language)

Declension

[edit]
Declension of σλοβακικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σλοβακικός (slovakikós) σλοβακική (slovakikí) σλοβακικό (slovakikó) σλοβακικοί (slovakikoí) σλοβακικές (slovakikés) σλοβακικά (slovakiká)
genitive σλοβακικού (slovakikoú) σλοβακικής (slovakikís) σλοβακικού (slovakikoú) σλοβακικών (slovakikón) σλοβακικών (slovakikón) σλοβακικών (slovakikón)
accusative σλοβακικό (slovakikó) σλοβακική (slovakikí) σλοβακικό (slovakikó) σλοβακικούς (slovakikoús) σλοβακικές (slovakikés) σλοβακικά (slovakiká)
vocative σλοβακικέ (slovakiké) σλοβακική (slovakikí) σλοβακικό (slovakikó) σλοβακικοί (slovakikoí) σλοβακικές (slovakikés) σλοβακικά (slovakiká)
[edit]