Jump to content

σκυθρωπός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σκυθρωπός (skythropósm (feminine σκυθρωπή, neuter σκυθρωπό)

  1. morose, glum, sullen, gloomy, melancholy

Declension

[edit]
Declension of σκυθρωπός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκυθρωπός (skythropós) σκυθρωπή (skythropí) σκυθρωπό (skythropó) σκυθρωποί (skythropoí) σκυθρωπές (skythropés) σκυθρωπά (skythropá)
genitive σκυθρωπού (skythropoú) σκυθρωπής (skythropís) σκυθρωπού (skythropoú) σκυθρωπών (skythropón) σκυθρωπών (skythropón) σκυθρωπών (skythropón)
accusative σκυθρωπό (skythropó) σκυθρωπή (skythropí) σκυθρωπό (skythropó) σκυθρωπούς (skythropoús) σκυθρωπές (skythropés) σκυθρωπά (skythropá)
vocative σκυθρωπέ (skythropé) σκυθρωπή (skythropí) σκυθρωπό (skythropó) σκυθρωποί (skythropoí) σκυθρωπές (skythropés) σκυθρωπά (skythropá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκυθρωπός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκυθρωπός, etc.)