Jump to content

σκοτεινότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek σκοτεινότης (skoteinótēs), equivalent to σκοτεινός (skoteinós, dark, obscure) +‎ -ότητα (-ótita, -ity, -ness).

Noun

[edit]

σκοτεινότητα (skoteinótitaf (plural σκοτεινότητες)

  1. darkness (quantified)
    Antonym: φωτεινότητα (foteinótita)
  2. obscurity (visual)

Declension

[edit]
singular plural
nominative σκοτεινότητα (skoteinótita) σκοτεινότητες (skoteinótites)
genitive σκοτεινότητας (skoteinótitas) σκοτεινοτήτων (skoteinotíton)
accusative σκοτεινότητα (skoteinótita) σκοτεινότητες (skoteinótites)
vocative σκοτεινότητα (skoteinótita) σκοτεινότητες (skoteinótites)
[edit]