Jump to content

σκιοφωτισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σκιοφωτισμός (skiofotismósf (plural σκιοφωτισμοί)

  1. (art, photography) chiaroscuro

Declension

[edit]
Declension of σκιοφωτισμός
singular plural
nominative σκιοφωτισμός (skiofotismós) σκιοφωτισμοί (skiofotismoí)
genitive σκιοφωτισμού (skiofotismoú) σκιοφωτισμών (skiofotismón)
accusative σκιοφωτισμό (skiofotismó) σκιοφωτισμούς (skiofotismoús)
vocative σκιοφωτισμέ (skiofotismé) σκιοφωτισμοί (skiofotismoí)

Synonyms

[edit]