σκηνοθέτρια

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σκηνοθέτρια (skinothétriaf (plural σκηνοθέτριες, masculine σκηνοθέτης)

  1. (theater, television, film) director

Declension

[edit]
singular plural
nominative σκηνοθέτρια (skinothétria) σκηνοθέτριες (skinothétries)
genitive σκηνοθέτριας (skinothétrias) σκηνοθετριών (skinothetrión)
accusative σκηνοθέτρια (skinothétria) σκηνοθέτριες (skinothétries)
vocative σκηνοθέτρια (skinothétria) σκηνοθέτριες (skinothétries)