Jump to content

σκηνικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σκηνικός (skinikósm (feminine σκηνική, neuter σκηνικό)

  1. (theater) stage, stagey, scene

Declension

[edit]
Declension of σκηνικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκηνικός (skinikós) σκηνική (skinikí) σκηνικό (skinikó) σκηνικοί (skinikoí) σκηνικές (skinikés) σκηνικά (skiniká)
genitive σκηνικού (skinikoú) σκηνικής (skinikís) σκηνικού (skinikoú) σκηνικών (skinikón) σκηνικών (skinikón) σκηνικών (skinikón)
accusative σκηνικό (skinikó) σκηνική (skinikí) σκηνικό (skinikó) σκηνικούς (skinikoús) σκηνικές (skinikés) σκηνικά (skiniká)
vocative σκηνικέ (skiniké) σκηνική (skinikí) σκηνικό (skinikó) σκηνικοί (skinikoí) σκηνικές (skinikés) σκηνικά (skiniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκηνικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκηνικός, etc.)

[edit]