Jump to content

σκερπάνι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σκερπάνι (skerpánin (plural σκερπάνια)

  1. Alternative form of σκεπάρνι (skepárni)

Declension

[edit]
Declension of σκερπάνι
singular plural
nominative σκερπάνι (skerpáni) σκερπάνια (skerpánia)
genitive σκερπανιού (skerpanioú) σκερπανιών (skerpanión)
accusative σκερπάνι (skerpáni) σκερπάνια (skerpánia)
vocative σκερπάνι (skerpáni) σκερπάνια (skerpánia)