Jump to content

σκατολογία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

σκατο- (skato-, shit) +‎ -λογία (-logía).

Noun

[edit]

σκατολογία (skatologíaf (plural σκατολογίες)

  1. scatology

Declension

[edit]
Declension of σκατολογία
singular plural
nominative σκατολογία (skatología) σκατολογίες (skatologíes)
genitive σκατολογίας (skatologías) σκατολογιών (skatologión)
accusative σκατολογία (skatología) σκατολογίες (skatologíes)
vocative σκατολογία (skatología) σκατολογίες (skatologíes)
[edit]