Jump to content

σκαρλάτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σκαρλάτος (skarlátosm (feminine σκαρλάτη, neuter σκαρλάτο)

  1. crimson, scarlet

Declension

[edit]
Declension of σκαρλάτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκαρλάτος (skarlátos) σκαρλάτη (skarláti) σκαρλάτο (skarláto) σκαρλάτοι (skarlátoi) σκαρλάτες (skarlátes) σκαρλάτα (skarláta)
genitive σκαρλάτου (skarlátou) σκαρλάτης (skarlátis) σκαρλάτου (skarlátou) σκαρλάτων (skarláton) σκαρλάτων (skarláton) σκαρλάτων (skarláton)
accusative σκαρλάτο (skarláto) σκαρλάτη (skarláti) σκαρλάτο (skarláto) σκαρλάτους (skarlátous) σκαρλάτες (skarlátes) σκαρλάτα (skarláta)
vocative σκαρλάτε (skarláte) σκαρλάτη (skarláti) σκαρλάτο (skarláto) σκαρλάτοι (skarlátoi) σκαρλάτες (skarlátes) σκαρλάτα (skarláta)

Coordinate terms

[edit]