Jump to content

σκανδιναβικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σκανδιναβικός (skandinavikósm (feminine σκανδιναβική, neuter σκανδιναβικό)

  1. Scandinavian

Declension

[edit]
Declension of σκανδιναβικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκανδιναβικός (skandinavikós) σκανδιναβική (skandinavikí) σκανδιναβικό (skandinavikó) σκανδιναβικοί (skandinavikoí) σκανδιναβικές (skandinavikés) σκανδιναβικά (skandinaviká)
genitive σκανδιναβικού (skandinavikoú) σκανδιναβικής (skandinavikís) σκανδιναβικού (skandinavikoú) σκανδιναβικών (skandinavikón) σκανδιναβικών (skandinavikón) σκανδιναβικών (skandinavikón)
accusative σκανδιναβικό (skandinavikó) σκανδιναβική (skandinavikí) σκανδιναβικό (skandinavikó) σκανδιναβικούς (skandinavikoús) σκανδιναβικές (skandinavikés) σκανδιναβικά (skandinaviká)
vocative σκανδιναβικέ (skandinaviké) σκανδιναβική (skandinavikí) σκανδιναβικό (skandinavikó) σκανδιναβικοί (skandinavikoí) σκανδιναβικές (skandinavikés) σκανδιναβικά (skandinaviká)
[edit]

Further reading

[edit]