Jump to content

σιτοβολώνας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σιτοβολώνας (sitovolónasm (plural σιτοβολώνες)

  1. granary, (barn, silo for storing grain)
  2. breadbasket, granary
    Η Μανιτόμπα είναι ο σιτοβολώνας του Καναδά.
    I Manitómpa eínai o sitovolónas tou Kanadá.
    Manitoba is the granary of Canada.

Declension

[edit]
singular plural
nominative σιτοβολώνας (sitovolónas) σιτοβολώνες (sitovolónes)
genitive σιτοβολώνα (sitovolóna) σιτοβολώνων (sitovolónon)
accusative σιτοβολώνα (sitovolóna) σιτοβολώνες (sitovolónes)
vocative σιτοβολώνα (sitovolóna) σιτοβολώνες (sitovolónes)
[edit]