σιτοβολώνα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]σιτοβολώνα • (sitovolóna) m
- genitive singular of σιτοβολώνας (sitovolónas)
- accusative singular of σιτοβολώνας (sitovolónas)
- vocative singular of σιτοβολώνας (sitovolónas)
σιτοβολώνα • (sitovolóna) m