Jump to content

σικελικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

σικελικός (sikelikósm (feminine σικελική, neuter σικελικό)

  1. Sicilian (relating to Sicily or its people)

Declension

[edit]
Declension of σικελικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σικελικός (sikelikós) σικελική (sikelikí) σικελικό (sikelikó) σικελικοί (sikelikoí) σικελικές (sikelikés) σικελικά (sikeliká)
genitive σικελικού (sikelikoú) σικελικής (sikelikís) σικελικού (sikelikoú) σικελικών (sikelikón) σικελικών (sikelikón) σικελικών (sikelikón)
accusative σικελικό (sikelikó) σικελική (sikelikí) σικελικό (sikelikó) σικελικούς (sikelikoús) σικελικές (sikelikés) σικελικά (sikeliká)
vocative σικελικέ (sikeliké) σικελική (sikelikí) σικελικό (sikelikó) σικελικοί (sikelikoí) σικελικές (sikelikés) σικελικά (sikeliká)
[edit]