Jump to content

σιδηροπωλείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

σίδηρος (sídiros, iron) +‎ -πωλείο (-poleío, shop)

Noun

[edit]

σιδηροπωλείο (sidiropoleíon (plural σιδηροπωλεία)

  1. ironmonger's, hardware shop, hardware store

Declension

[edit]
Declension of σιδηροπωλείο
singular plural
nominative σιδηροπωλείο (sidiropoleío) σιδηροπωλεία (sidiropoleía)
genitive σιδηροπωλείου (sidiropoleíou) σιδηροπωλείων (sidiropoleíon)
accusative σιδηροπωλείο (sidiropoleío) σιδηροπωλεία (sidiropoleía)
vocative σιδηροπωλείο (sidiropoleío) σιδηροπωλεία (sidiropoleía)