Jump to content

σιδερένιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Byzantine Greek σιδερένιος (siderénios). By surface analysis, σίδερ(ο) (síder(o)) +‎ -ένιος (-énios).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /si.ðeˈɾe.ɲos/
  • Hyphenation: σι‧δε‧ρέ‧νιος

Adjective

[edit]

σιδερένιος (sideréniosm (feminine σιδερένια, neuter σιδερένιο)

  1. iron (made of iron)
  2. (figuratively) iron, of iron, of steel (strong, inflexible)
    σιδερένια θέλησηsiderénia thélisiiron will

Declension

[edit]
Declension of σιδερένιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σιδερένιος (siderénios) σιδερένια (siderénia) σιδερένιο (siderénio) σιδερένιοι (siderénioi) σιδερένιες (siderénies) σιδερένια (siderénia)
genitive σιδερένιου (sideréniou) σιδερένιας (siderénias) σιδερένιου (sideréniou) σιδερένιων (siderénion) σιδερένιων (siderénion) σιδερένιων (siderénion)
accusative σιδερένιο (siderénio) σιδερένια (siderénia) σιδερένιο (siderénio) σιδερένιους (siderénious) σιδερένιες (siderénies) σιδερένια (siderénia)
vocative σιδερένιε (siderénie) σιδερένια (siderénia) σιδερένιο (siderénio) σιδερένιοι (siderénioi) σιδερένιες (siderénies) σιδερένια (siderénia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σιδερένιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σιδερένιος, etc.)

Interjection

[edit]

σιδερένιος (siderénios)

  1. get well soon, good recovery
    Synonym: περαστικά (perastiká)

References

[edit]
  1. ^ σιδερένιος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language