σημειολογία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From French séméiologie.
Noun
[edit]σημειολογία • (simeiología) f (uncountable)
- semiotics (the study of cultural sign processes)
Declension
[edit] σημειολογία
case \ number | singular |
---|---|
nominative | σημειολογία • |
genitive | σημειολογίας • |
accusative | σημειολογία • |
vocative | σημειολογία • |
Synonyms
[edit]- σημειωτική f (simeiotikí)
Further reading
[edit]- Σημειωτική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el