Learnedly from σηματο- ( simato- ) + -δοτώ ( -dotó ) , a calque of French signaliser .[ 1]
IPA (key ) : /si.ma.to.ðoˈto/
Hyphenation: ση‧μα‧το‧δο‧τώ
σηματοδοτώ • (simatodotó ) (past σηματοδότησα , passive σηματοδοτούμαι , p‑past σηματοδοτήθηκα , ppp σηματοδοτημένος ) ( transitive )
( transport ) to signalize ( to furnish (a road intersection or pedestrian crossing) with a traffic signal )
( figuratively ) to signal ( to indicate )
σηματοδοτώ , σηματοδοτούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
σηματοδοτώ
σηματοδοτήσω
σηματοδοτούμαι
σηματοδοτηθώ
2 sg
σηματοδοτείς
σηματοδοτήσεις
σηματοδοτείσαι
σηματοδοτηθείς
3 sg
σηματοδοτεί
σηματοδοτήσει
σηματοδοτείται
σηματοδοτηθεί
1 pl
σηματοδοτούμε
σηματοδοτήσουμε , [-ομε ]
σηματοδοτούμαστε
σηματοδοτηθούμε
2 pl
σηματοδοτείτε
σηματοδοτήσετε
σηματοδοτείστε
σηματοδοτηθείτε
3 pl
σηματοδοτούν (ε )
σηματοδοτήσουν (ε )
σηματοδοτούνται
σηματοδοτηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
σηματοδοτούσα
σηματοδότησα
[σηματοδοτούμουν (α )]
σηματοδοτήθηκα
2 sg
σηματοδοτούσες
σηματοδότησες
[σηματοδοτούσουν (α )]
σηματοδοτήθηκες
3 sg
σηματοδοτούσε
σηματοδότησε
σηματοδοτούνταν , {σηματοδοτείτο }
σηματοδοτήθηκε
1 pl
σηματοδοτούσαμε
σηματοδοτήσαμε
σηματοδοτούμασταν , (‑ούμαστε )
σηματοδοτηθήκαμε
2 pl
σηματοδοτούσατε
σηματοδοτήσατε
[σηματοδοτούσασταν , (‑ούσαστε )]
σηματοδοτηθήκατε
3 pl
σηματοδοτούσαν (ε )
σηματοδότησαν , σηματοδοτήσαν (ε )
σηματοδοτούνταν , {σηματοδοτούντο }
σηματοδοτήθηκαν , σηματοδοτηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα σηματοδοτώ ➤
θα σηματοδοτήσω ➤
θα σηματοδοτούμαι ➤
θα σηματοδοτηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα σηματοδοτείς , …
θα σηματοδοτήσεις , …
θα σηματοδοτείσαι , …
θα σηματοδοτηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … σηματοδοτήσει έχω, έχεις, … σηματοδοτημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … σηματοδοτηθεί είμαι , είσαι , … σηματοδοτημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … σηματοδοτήσει είχα, είχες, … σηματοδοτημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … σηματοδοτηθεί ήμουν , ήσουν , … σηματοδοτημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … σηματοδοτήσει θα έχω, θα έχεις, … σηματοδοτημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … σηματοδοτηθεί θα είμαι, θα είσαι, … σηματοδοτημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
σηματοδότησε
—
σηματοδοτήσου
2 pl
σηματοδοτείτε
σηματοδοτήστε
σηματοδοτείστε
σηματοδοτηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
σηματοδοτώντας ➤
σηματοδοτούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας σηματοδοτήσει ➤
σηματοδοτημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
σηματοδοτήσει
σηματοδοτηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.