Jump to content

σελινόριζα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σελινόριζα (selinórizan (plural σελινόριζες)

  1. celeriac

Declension

[edit]
Declension of σελινόριζα
singular plural
nominative σελινόριζα (selinóriza) σελινόριζες (selinórizes)
genitive σελινόριζας (selinórizas) σελινοριζών (selinorizón)
accusative σελινόριζα (selinóriza) σελινόριζες (selinórizes)
vocative σελινόριζα (selinóriza) σελινόριζες (selinórizes)
[edit]

Further reading

[edit]