Jump to content

σελιδοδείκτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

σελίδα (selída, page) +‎ δείκτης (deíktis, pointer)

Noun

[edit]

σελιδοδείκτης (selidodeíktism (plural σελιδοδείκτες)

  1. bookmark

Declension

[edit]
Declension of σελιδοδείκτης
singular plural
nominative σελιδοδείκτης (selidodeíktis) σελιδοδείκτες (selidodeíktes)
genitive σελιδοδείκτη (selidodeíkti) σελιδοδεικτών (selidodeiktón)
accusative σελιδοδείκτη (selidodeíkti) σελιδοδείκτες (selidodeíktes)
vocative σελιδοδείκτη (selidodeíkti) σελιδοδείκτες (selidodeíktes)

Further reading

[edit]