Jump to content

σαρκαστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Borrowed from French sarcastique, which was formed from sarcasme.

Adjective

[edit]

σαρκαστικός (sarkastikósm (feminine σαρκαστική, neuter σαρκαστικό)

  1. sarcastic, taunting, mordant

Declension

[edit]
Declension of σαρκαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σαρκαστικός (sarkastikós) σαρκαστική (sarkastikí) σαρκαστικό (sarkastikó) σαρκαστικοί (sarkastikoí) σαρκαστικές (sarkastikés) σαρκαστικά (sarkastiká)
genitive σαρκαστικού (sarkastikoú) σαρκαστικής (sarkastikís) σαρκαστικού (sarkastikoú) σαρκαστικών (sarkastikón) σαρκαστικών (sarkastikón) σαρκαστικών (sarkastikón)
accusative σαρκαστικό (sarkastikó) σαρκαστική (sarkastikí) σαρκαστικό (sarkastikó) σαρκαστικούς (sarkastikoús) σαρκαστικές (sarkastikés) σαρκαστικά (sarkastiká)
vocative σαρκαστικέ (sarkastiké) σαρκαστική (sarkastikí) σαρκαστικό (sarkastikó) σαρκαστικοί (sarkastikoí) σαρκαστικές (sarkastikés) σαρκαστικά (sarkastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σαρκαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σαρκαστικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σαρκαστικότερος (sarkastikóteros) σαρκαστικότερη (sarkastikóteri) σαρκαστικότερο (sarkastikótero) σαρκαστικότεροι (sarkastikóteroi) σαρκαστικότερες (sarkastikóteres) σαρκαστικότερα (sarkastikótera)
genitive σαρκαστικότερου (sarkastikóterou) σαρκαστικότερης (sarkastikóteris) σαρκαστικότερου (sarkastikóterou) σαρκαστικότερων (sarkastikóteron) σαρκαστικότερων (sarkastikóteron) σαρκαστικότερων (sarkastikóteron)
accusative σαρκαστικότερο (sarkastikótero) σαρκαστικότερη (sarkastikóteri) σαρκαστικότερο (sarkastikótero) σαρκαστικότερους (sarkastikóterous) σαρκαστικότερες (sarkastikóteres) σαρκαστικότερα (sarkastikótera)
vocative σαρκαστικότερε (sarkastikótere) σαρκαστικότερη (sarkastikóteri) σαρκαστικότερο (sarkastikótero) σαρκαστικότεροι (sarkastikóteroi) σαρκαστικότερες (sarkastikóteres) σαρκαστικότερα (sarkastikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σαρκαστικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σαρκαστικότατος (sarkastikótatos) σαρκαστικότατη (sarkastikótati) σαρκαστικότατο (sarkastikótato) σαρκαστικότατοι (sarkastikótatoi) σαρκαστικότατες (sarkastikótates) σαρκαστικότατα (sarkastikótata)
genitive σαρκαστικότατου (sarkastikótatou) σαρκαστικότατης (sarkastikótatis) σαρκαστικότατου (sarkastikótatou) σαρκαστικότατων (sarkastikótaton) σαρκαστικότατων (sarkastikótaton) σαρκαστικότατων (sarkastikótaton)
accusative σαρκαστικότατο (sarkastikótato) σαρκαστικότατη (sarkastikótati) σαρκαστικότατο (sarkastikótato) σαρκαστικότατους (sarkastikótatous) σαρκαστικότατες (sarkastikótates) σαρκαστικότατα (sarkastikótata)
vocative σαρκαστικότατε (sarkastikótate) σαρκαστικότατη (sarkastikótati) σαρκαστικότατο (sarkastikótato) σαρκαστικότατοι (sarkastikótatoi) σαρκαστικότατες (sarkastikótates) σαρκαστικότατα (sarkastikótata)

Further reading

[edit]