Jump to content

σαντουιτσάκι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

σαντουιτσάκι (santouitsákin (plural σαντουιτσάκια)

  1. diminutive of σάντουιτς (sántouits)

Declension

[edit]
singular plural
nominative σαντουιτσάκι (santouitsáki) σαντουιτσάκια (santouitsákia)
genitive - -
accusative σαντουιτσάκι (santouitsáki) σαντουιτσάκια (santouitsákia)
vocative σαντουιτσάκι (santouitsáki) σαντουιτσάκια (santouitsákia)