Jump to content

σαδιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σαδιστικός (sadistikósm (feminine σαδιστική, neuter σαδιστικό)

  1. sadistic

Declension

[edit]
Declension of σαδιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σαδιστικός (sadistikós) σαδιστική (sadistikí) σαδιστικό (sadistikó) σαδιστικοί (sadistikoí) σαδιστικές (sadistikés) σαδιστικά (sadistiká)
genitive σαδιστικού (sadistikoú) σαδιστικής (sadistikís) σαδιστικού (sadistikoú) σαδιστικών (sadistikón) σαδιστικών (sadistikón) σαδιστικών (sadistikón)
accusative σαδιστικό (sadistikó) σαδιστική (sadistikí) σαδιστικό (sadistikó) σαδιστικούς (sadistikoús) σαδιστικές (sadistikés) σαδιστικά (sadistiká)
vocative σαδιστικέ (sadistiké) σαδιστική (sadistikí) σαδιστικό (sadistikó) σαδιστικοί (sadistikoí) σαδιστικές (sadistikés) σαδιστικά (sadistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σαδιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σαδιστικός, etc.)