σίδερο σιδερώματος
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]σίδερο σιδερώματος • (sídero siderómatos) n
Synonyms
[edit]- σίδερο n (sídero)
See also
[edit]- Σίδερο (συσκευή) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
σίδερο σιδερώματος • (sídero siderómatos) n