Jump to content

ριζοσπαστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ριζοσπαστικός (rizospastikósm (feminine ριζοσπαστική, neuter ριζοσπαστικό)

  1. radical

Declension

[edit]
Declension of ριζοσπαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ριζοσπαστικός (rizospastikós) ριζοσπαστική (rizospastikí) ριζοσπαστικό (rizospastikó) ριζοσπαστικοί (rizospastikoí) ριζοσπαστικές (rizospastikés) ριζοσπαστικά (rizospastiká)
genitive ριζοσπαστικού (rizospastikoú) ριζοσπαστικής (rizospastikís) ριζοσπαστικού (rizospastikoú) ριζοσπαστικών (rizospastikón) ριζοσπαστικών (rizospastikón) ριζοσπαστικών (rizospastikón)
accusative ριζοσπαστικό (rizospastikó) ριζοσπαστική (rizospastikí) ριζοσπαστικό (rizospastikó) ριζοσπαστικούς (rizospastikoús) ριζοσπαστικές (rizospastikés) ριζοσπαστικά (rizospastiká)
vocative ριζοσπαστικέ (rizospastiké) ριζοσπαστική (rizospastikí) ριζοσπαστικό (rizospastikó) ριζοσπαστικοί (rizospastikoí) ριζοσπαστικές (rizospastikés) ριζοσπαστικά (rizospastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ριζοσπαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ριζοσπαστικός, etc.)

[edit]