πυγμαχία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]πυγμαχία • (pygmachía) f (usually uncountable, plural πυγμαχίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πυγμαχία (pygmachía) | πυγμαχίες (pygmachíes) |
genitive | πυγμαχίας (pygmachías) | πυγμαχιών (pygmachión) |
accusative | πυγμαχία (pygmachía) | πυγμαχίες (pygmachíes) |
vocative | πυγμαχία (pygmachía) | πυγμαχίες (pygmachíes) |
Related terms
[edit]- πυγμαχικός (pygmachikós, “boxing”, adjective)
- πυγμάχος m (pygmáchos, “boxer”)
- πυγμαχώ (pygmachó, “to box”)
- πυγμή f (pygmí, “fist, punch”)
Further reading
[edit]- Πυγμαχία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- πυγμαχία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language