πυγμαχία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

πυγμαχία (pygmachíaf (usually uncountable, plural πυγμαχίες)

  1. boxing, (formal, dated) pugilism

Declension

[edit]
singular plural
nominative πυγμαχία (pygmachía) πυγμαχίες (pygmachíes)
genitive πυγμαχίας (pygmachías) πυγμαχιών (pygmachión)
accusative πυγμαχία (pygmachía) πυγμαχίες (pygmachíes)
vocative πυγμαχία (pygmachía) πυγμαχίες (pygmachíes)
[edit]

Further reading

[edit]