Jump to content

πτωχικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πτωχικός (ptochikósm (feminine πτωχικόή, neuter πτωχικό)

  1. Alternative form of φτωχικός (ftochikós)

Declension

[edit]
Declension of πτωχικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πτωχικός (ptochikós) πτωχική (ptochikí) πτωχικό (ptochikó) πτωχικοί (ptochikoí) πτωχικές (ptochikés) πτωχικά (ptochiká)
genitive πτωχικού (ptochikoú) πτωχικής (ptochikís) πτωχικού (ptochikoú) πτωχικών (ptochikón) πτωχικών (ptochikón) πτωχικών (ptochikón)
accusative πτωχικό (ptochikó) πτωχική (ptochikí) πτωχικό (ptochikó) πτωχικούς (ptochikoús) πτωχικές (ptochikés) πτωχικά (ptochiká)
vocative πτωχικέ (ptochiké) πτωχική (ptochikí) πτωχικό (ptochikó) πτωχικοί (ptochikoí) πτωχικές (ptochikés) πτωχικά (ptochiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πτωχικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πτωχικός, etc.)