πταισματοδικείο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]πταίσμα (ptaísma, “infraction”) + -δικείο (-dikeío, “trial place”). First attested 1833.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]πταισματοδικείο • (ptaismatodikeío) n (plural πταισματοδικεία)
- (law) magistrates' court (court of first instance that tries minor offences/infractions)
- Έπρεπε να πάω πταισματοδικείο επειδή πέρασα με κόκκινο.
- Éprepe na páo ptaismatodikeío epeidí pérasa me kókkino.
- I had to go to the magistrates' court because I ran a red light.
Declension
[edit]Declension of πταισματοδικείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πταισματοδικείο • | πταισματοδικεία • |
genitive | πταισματοδικείου • | πταισματοδικείων • |
accusative | πταισματοδικείο • | πταισματοδικεία • |
vocative | πταισματοδικείο • | πταισματοδικεία • |
Synonyms
[edit]- δικαστήριο n (dikastírio, “court”)
Related terms
[edit]- πταισματοδίκης m or f (ptaismatodíkis, “magistrate”)
Related terms
[edit]- πλημμελειοδικείο n (plimmeleiodikeío, “lower criminal court”)
- κακουργιοδικείο n (kakourgiodikeío, “higher criminal court”)
Further reading
[edit]- πταισματοδικείο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el