Jump to content

πρόχειρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek πρόχειρος (prókheiros),[1] from πρό- (pró-) +‎ χείρ (kheír) +‎ -ος (-os).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈpɾo.çi.ɾos/
  • Hyphenation: πρό‧χει‧ρος

Adjective

[edit]

πρόχειρος (prócheirosm (feminine πρόχειρη, neuter πρόχειρο)

  1. slapdash, shoddy (produced or carried out hastily or carelessly)
  2. rough, sketchy (approximate; not finished; roughly or hastily laid out; intended for later refinement)
    πρόχειρη εκτίμησηprócheiri ektímisirough estimate
  3. rough and ready, quick and dirty (crude or unpolished, but still fit for use)
  4. makeshift
  5. casual (clothes)
  6. handy, ready, at hand, to hand (nearby, within reach; offering itself at once; opportune; convenient)

Declension

[edit]
Declension of πρόχειρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πρόχειρος (prócheiros) πρόχειρη (prócheiri) πρόχειρο (prócheiro) πρόχειροι (prócheiroi) πρόχειρες (prócheires) πρόχειρα (prócheira)
genitive πρόχειρου (prócheirou) πρόχειρης (prócheiris) πρόχειρου (prócheirou) πρόχειρων (prócheiron) πρόχειρων (prócheiron) πρόχειρων (prócheiron)
accusative πρόχειρο (prócheiro) πρόχειρη (prócheiri) πρόχειρο (prócheiro) πρόχειρους (prócheirous) πρόχειρες (prócheires) πρόχειρα (prócheira)
vocative πρόχειρε (prócheire) πρόχειρη (prócheiri) πρόχειρο (prócheiro) πρόχειροι (prócheiroi) πρόχειρες (prócheires) πρόχειρα (prócheira)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πρόχειρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πρόχειρος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προχειρότερος (procheiróteros) προχειρότερη (procheiróteri) προχειρότερο (procheirótero) προχειρότεροι (procheiróteroi) προχειρότερες (procheiróteres) προχειρότερα (procheirótera)
genitive προχειρότερου (procheiróterou) προχειρότερης (procheiróteris) προχειρότερου (procheiróterou) προχειρότερων (procheiróteron) προχειρότερων (procheiróteron) προχειρότερων (procheiróteron)
accusative προχειρότερο (procheirótero) προχειρότερη (procheiróteri) προχειρότερο (procheirótero) προχειρότερους (procheiróterous) προχειρότερες (procheiróteres) προχειρότερα (procheirótera)
vocative προχειρότερε (procheirótere) προχειρότερη (procheiróteri) προχειρότερο (procheirótero) προχειρότεροι (procheiróteroi) προχειρότερες (procheiróteres) προχειρότερα (procheirótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο προχειρότερος", etc)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ πρόχειρος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language