Jump to content

πρωτοσέλιδος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from πρωτο- (proto-) +‎ σελίδ(α) (selíd(a)) +‎ -ος (-os).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pɾo.toˈse.li.ðos/
  • Hyphenation: πρω‧το‧σέ‧λι‧δος

Adjective

[edit]

πρωτοσέλιδος (protosélidosm (feminine πρωτοσέλιδη, neuter πρωτοσέλιδο)

  1. front-page (which appears on the front page of a publication)
    πρωτοσέλιδος τίτλοςprotosélidos títlosfront-page headline

Declension

[edit]
Declension of πρωτοσέλιδος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πρωτοσέλιδος (protosélidos) πρωτοσέλιδη (protosélidi) πρωτοσέλιδο (protosélido) πρωτοσέλιδοι (protosélidoi) πρωτοσέλιδες (protosélides) πρωτοσέλιδα (protosélida)
genitive πρωτοσέλιδου (protosélidou) πρωτοσέλιδης (protosélidis) πρωτοσέλιδου (protosélidou) πρωτοσέλιδων (protosélidon) πρωτοσέλιδων (protosélidon) πρωτοσέλιδων (protosélidon)
accusative πρωτοσέλιδο (protosélido) πρωτοσέλιδη (protosélidi) πρωτοσέλιδο (protosélido) πρωτοσέλιδους (protosélidous) πρωτοσέλιδες (protosélides) πρωτοσέλιδα (protosélida)
vocative πρωτοσέλιδε (protosélide) πρωτοσέλιδη (protosélidi) πρωτοσέλιδο (protosélido) πρωτοσέλιδοι (protosélidoi) πρωτοσέλιδες (protosélides) πρωτοσέλιδα (protosélida)

References

[edit]
  1. ^ πρωτοσέλιδος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language