Jump to content

πρωταγωνιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from πρωταγωνιστ(ής) (protagonist(ís)) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pɾo.ta.ɣo.ni.stiˈkos/
  • Rhymes: -os
  • Hyphenation: πρω‧τα‧γω‧νι‧στι‧κός

Adjective

[edit]

πρωταγωνιστικός (protagonistikósm (feminine πρωταγωνιστική, neuter πρωταγωνιστικό)

  1. leading, protagonistic
    Παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο.
    Paízei protagonistikó rólo.
    (He/she/it) plays a leading role.

Declension

[edit]
Declension of πρωταγωνιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πρωταγωνιστικός (protagonistikós) πρωταγωνιστική (protagonistikí) πρωταγωνιστικό (protagonistikó) πρωταγωνιστικοί (protagonistikoí) πρωταγωνιστικές (protagonistikés) πρωταγωνιστικά (protagonistiká)
genitive πρωταγωνιστικού (protagonistikoú) πρωταγωνιστικής (protagonistikís) πρωταγωνιστικού (protagonistikoú) πρωταγωνιστικών (protagonistikón) πρωταγωνιστικών (protagonistikón) πρωταγωνιστικών (protagonistikón)
accusative πρωταγωνιστικό (protagonistikó) πρωταγωνιστική (protagonistikí) πρωταγωνιστικό (protagonistikó) πρωταγωνιστικούς (protagonistikoús) πρωταγωνιστικές (protagonistikés) πρωταγωνιστικά (protagonistiká)
vocative πρωταγωνιστικέ (protagonistiké) πρωταγωνιστική (protagonistikí) πρωταγωνιστικό (protagonistikó) πρωταγωνιστικοί (protagonistikoí) πρωταγωνιστικές (protagonistikés) πρωταγωνιστικά (protagonistiká)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ πρωταγωνιστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language