πρωταγωνιστικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from πρωταγωνιστ(ής) (protagonist(ís)) + -ικός (-ikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]πρωταγωνιστικός • (protagonistikós) m (feminine πρωταγωνιστική, neuter πρωταγωνιστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πρωταγωνιστικός (protagonistikós) | πρωταγωνιστική (protagonistikí) | πρωταγωνιστικό (protagonistikó) | πρωταγωνιστικοί (protagonistikoí) | πρωταγωνιστικές (protagonistikés) | πρωταγωνιστικά (protagonistiká) | |
genitive | πρωταγωνιστικού (protagonistikoú) | πρωταγωνιστικής (protagonistikís) | πρωταγωνιστικού (protagonistikoú) | πρωταγωνιστικών (protagonistikón) | πρωταγωνιστικών (protagonistikón) | πρωταγωνιστικών (protagonistikón) | |
accusative | πρωταγωνιστικό (protagonistikó) | πρωταγωνιστική (protagonistikí) | πρωταγωνιστικό (protagonistikó) | πρωταγωνιστικούς (protagonistikoús) | πρωταγωνιστικές (protagonistikés) | πρωταγωνιστικά (protagonistiká) | |
vocative | πρωταγωνιστικέ (protagonistiké) | πρωταγωνιστική (protagonistikí) | πρωταγωνιστικό (protagonistikó) | πρωταγωνιστικοί (protagonistikoí) | πρωταγωνιστικές (protagonistikés) | πρωταγωνιστικά (protagonistiká) |
Related terms
[edit]- πρωταγωνιστής m (protagonistís), πρωταγωνίστρια f (protagonístria)
References
[edit]- ^ πρωταγωνιστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language