Jump to content

προϊστορικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

προϊστορικός (proïstorikósm (feminine προϊστορική, neuter προϊστορικό)

  1. prehistoric

Declension

[edit]
Declension of προϊστορικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προϊστορικός (proïstorikós) προϊστορική (proïstorikí) προϊστορικό (proïstorikó) προϊστορικοί (proïstorikoí) προϊστορικές (proïstorikés) προϊστορικά (proïstoriká)
genitive προϊστορικού (proïstorikoú) προϊστορικής (proïstorikís) προϊστορικού (proïstorikoú) προϊστορικών (proïstorikón) προϊστορικών (proïstorikón) προϊστορικών (proïstorikón)
accusative προϊστορικό (proïstorikó) προϊστορική (proïstorikí) προϊστορικό (proïstorikó) προϊστορικούς (proïstorikoús) προϊστορικές (proïstorikés) προϊστορικά (proïstoriká)
vocative προϊστορικέ (proïstoriké) προϊστορική (proïstorikí) προϊστορικό (proïstorikó) προϊστορικοί (proïstorikoí) προϊστορικές (proïstorikés) προϊστορικά (proïstoriká)
[edit]