προωθώ
Appearance
See also: προωθῶ
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek προωθῶ (proōthô), contracted form of προωθέω (proōthéō). By surface analysis, προ- (pro-) + ωθώ (othó, “push”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]προωθώ • (proothó) (past προώθησα, passive προωθούμαι, p‑past προωθήθηκα, ppp προωθημένος)
- to push forward, impel
Conjugation
[edit]προωθώ, προωθούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | προωθώ | προωθήσω | προωθούμαι | προωθηθώ |
2 sg | προωθείς | προωθήσεις | προωθείσαι | προωθηθείς |
3 sg | προωθεί | προωθήσει | προωθείται | προωθηθεί |
1 pl | προωθούμε | προωθήσουμε, [-ομε] | προωθούμαστε | προωθηθούμε |
2 pl | προωθείτε | προωθήσετε | προωθείστε | προωθηθείτε |
3 pl | προωθούν(ε) | προωθήσουν(ε) | προωθούνται | προωθηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | προωθούσα | προώθησα | [προωθούμουν(α)] | προωθήθηκα |
2 sg | προωθούσες | προώθησες | [προωθούσουν(α)] | προωθήθηκες |
3 sg | προωθούσε | προώθησε | προωθούνταν, {προωθείτο} | προωθήθηκε |
1 pl | προωθούσαμε | προωθήσαμε | προωθούμασταν, (‑ούμαστε) | προωθηθήκαμε |
2 pl | προωθούσατε | προωθήσατε | [προωθούσασταν, (‑ούσαστε)] | προωθηθήκατε |
3 pl | προωθούσαν(ε) | προώθησαν, προωθήσαν(ε) | προωθούνταν, {προωθούντο} | προωθήθηκαν, προωθηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα προωθώ ➤ | θα προωθήσω ➤ | θα προωθούμαι ➤ | θα προωθηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα προωθείς, … | θα προωθήσεις, … | θα προωθείσαι, … | θα προωθηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … προωθήσει έχω, έχεις, … προωθημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … προωθηθεί είμαι, είσαι, … προωθημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … προωθήσει είχα, είχες, … προωθημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … προωθηθεί ήμουν, ήσουν, … προωθημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … προωθήσει θα έχω, θα έχεις, … προωθημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … προωθηθεί θα είμαι, θα είσαι, … προωθημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | προώθησε | — | προωθήσου |
2 pl | προωθείτε | προωθήστε | προωθείστε | προωθηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | προωθώντας ➤ | προωθούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας προωθήσει ➤ | προωθημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | προωθήσει | προωθηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- προωθητής m (proothitís, “impeller, pusher”)
- γεωπροωθητής m (geoproothitís, “bulldozer”)
Further reading
[edit]- προωθώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language