Jump to content

προσωνυμία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

προσωνυμία (prosonymíaf (plural προσωνυμίες)

  1. name, title
    «Ηρακλής νικητής», προσωνυμία του Ηρακλή στην αρχαία Ρώμη.
    «Iraklís nikitís», prosonymía tou Iraklí stin archaía Rómi.
    "Hercules Victor" was the title of Heracles in ancient Rome.

Declension

[edit]
Declension of προσωνυμία
singular plural
nominative προσωνυμία (prosonymía) προσωνυμίες (prosonymíes)
genitive προσωνυμίας (prosonymías) προσωνυμιών (prosonymión)
accusative προσωνυμία (prosonymía) προσωνυμίες (prosonymíes)
vocative προσωνυμία (prosonymía) προσωνυμίες (prosonymíes)
[edit]