Jump to content

προστατευτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

προστατευτικός (prostateftikósm (feminine προστατευτική, neuter προστατευτικό)

  1. protectionist, protective
    Antonym: αντιπροστατευτικός (antiprostateftikós)
  2. patronising

Declension

[edit]
Declension of προστατευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προστατευτικός (prostateftikós) προστατευτική (prostateftikí) προστατευτικό (prostateftikó) προστατευτικοί (prostateftikoí) προστατευτικές (prostateftikés) προστατευτικά (prostateftiká)
genitive προστατευτικού (prostateftikoú) προστατευτικής (prostateftikís) προστατευτικού (prostateftikoú) προστατευτικών (prostateftikón) προστατευτικών (prostateftikón) προστατευτικών (prostateftikón)
accusative προστατευτικό (prostateftikó) προστατευτική (prostateftikí) προστατευτικό (prostateftikó) προστατευτικούς (prostateftikoús) προστατευτικές (prostateftikés) προστατευτικά (prostateftiká)
vocative προστατευτικέ (prostateftiké) προστατευτική (prostateftikí) προστατευτικό (prostateftikó) προστατευτικοί (prostateftikoí) προστατευτικές (prostateftikés) προστατευτικά (prostateftiká)
[edit]