προστάτιδα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]προστάτιδα • (prostátida) f (plural προστάτιδες, masculine προστάτης)
Declension
[edit]Declension of προστάτιδα
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | προστάτιδα • | προστάτιδες • | |
genitive | προστάτιδας • | προστάτιδων • | |
accusative | προστάτιδα • | προστάτιδες • | |
vocative | προστάτιδα • | προστάτιδες • | |
The alternative προστατίδων is also common. |
Synonyms
[edit]- προστάτρια f (prostátria)
- προστάτισσα f (prostátissa)
Related terms
[edit]- see: προστασία f (prostasía, “protection”)