Jump to content

προσεχής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pɾoseˈçis/
  • Hyphenation: προ‧σε‧χής

Adjective

[edit]

προσεχής (prosechísm (feminine προσεχής, neuter προσεχές)

  1. approaching, next, forthcoming, upcoming (upcoming)
    Νομίζω ότι είναι πολύ νωρίς να πούμε τι θα κάνει η προσεχής διακυβερνητική διάσκεψη.
    Nomízo óti eínai polý norís na poúme ti tha kánei i prosechís diakyvernitikí diáskepsi.
    I think that it is too early to say what the upcoming intergovernmental conference will produce.

Declension

[edit]
Declension of προσεχής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προσεχής (prosechís) προσεχής (prosechís) προσεχές (prosechés) προσεχείς (prosecheís) προσεχείς (prosecheís) προσεχή (prosechí)
genitive προσεχούς (prosechoús)
προσεχή (prosechí)
προσεχούς (prosechoús) προσεχούς (prosechoús) προσεχών (prosechón) προσεχών (prosechón) προσεχών (prosechón)
accusative προσεχή (prosechí) προσεχή (prosechí) προσεχές (prosechés) προσεχείς (prosecheís) προσεχείς (prosecheís) προσεχή (prosechí)
vocative προσεχή (prosechí)
προσεχής (prosechís)
προσεχής (prosechís) προσεχές (prosechés) προσεχείς (prosecheís) προσεχείς (prosecheís) προσεχή (prosechí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προσεχής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προσεχής, etc.)