Jump to content

προσεκτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

προσεκτικός (prosektikósm (feminine προσεκτική, neuter προσεκτικό)

  1. careful, cautious, prudent, meticulous

Declension

[edit]
Declension of προσεκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προσεκτικός (prosektikós) προσεκτική (prosektikí) προσεκτικό (prosektikó) προσεκτικοί (prosektikoí) προσεκτικές (prosektikés) προσεκτικά (prosektiká)
genitive προσεκτικού (prosektikoú) προσεκτικής (prosektikís) προσεκτικού (prosektikoú) προσεκτικών (prosektikón) προσεκτικών (prosektikón) προσεκτικών (prosektikón)
accusative προσεκτικό (prosektikó) προσεκτική (prosektikí) προσεκτικό (prosektikó) προσεκτικούς (prosektikoús) προσεκτικές (prosektikés) προσεκτικά (prosektiká)
vocative προσεκτικέ (prosektiké) προσεκτική (prosektikí) προσεκτικό (prosektikó) προσεκτικοί (prosektikoí) προσεκτικές (prosektikés) προσεκτικά (prosektiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προσεκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προσεκτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προσεκτικότερος (prosektikóteros) προσεκτικότερη (prosektikóteri) προσεκτικότερο (prosektikótero) προσεκτικότεροι (prosektikóteroi) προσεκτικότερες (prosektikóteres) προσεκτικότερα (prosektikótera)
genitive προσεκτικότερου (prosektikóterou) προσεκτικότερης (prosektikóteris) προσεκτικότερου (prosektikóterou) προσεκτικότερων (prosektikóteron) προσεκτικότερων (prosektikóteron) προσεκτικότερων (prosektikóteron)
accusative προσεκτικότερο (prosektikótero) προσεκτικότερη (prosektikóteri) προσεκτικότερο (prosektikótero) προσεκτικότερους (prosektikóterous) προσεκτικότερες (prosektikóteres) προσεκτικότερα (prosektikótera)
vocative προσεκτικότερε (prosektikótere) προσεκτικότερη (prosektikóteri) προσεκτικότερο (prosektikótero) προσεκτικότεροι (prosektikóteroi) προσεκτικότερες (prosektikóteres) προσεκτικότερα (prosektikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο προσεκτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προσεκτικότατος (prosektikótatos) προσεκτικότατη (prosektikótati) προσεκτικότατο (prosektikótato) προσεκτικότατοι (prosektikótatoi) προσεκτικότατες (prosektikótates) προσεκτικότατα (prosektikótata)
genitive προσεκτικότατου (prosektikótatou) προσεκτικότατης (prosektikótatis) προσεκτικότατου (prosektikótatou) προσεκτικότατων (prosektikótaton) προσεκτικότατων (prosektikótaton) προσεκτικότατων (prosektikótaton)
accusative προσεκτικότατο (prosektikótato) προσεκτικότατη (prosektikótati) προσεκτικότατο (prosektikótato) προσεκτικότατους (prosektikótatous) προσεκτικότατες (prosektikótates) προσεκτικότατα (prosektikótata)
vocative προσεκτικότατε (prosektikótate) προσεκτικότατη (prosektikótati) προσεκτικότατο (prosektikótato) προσεκτικότατοι (prosektikótatoi) προσεκτικότατες (prosektikótates) προσεκτικότατα (prosektikótata)