προσαρτώ
Jump to navigation
Jump to search
See also: προσαρτῶ
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]προσαρτώ • (prosartó) (past προσάρτησα, passive προσαρτώμαι, p‑past προσαρτήθηκα, ppp προσαρτημένος)
Conjugation
[edit]προσαρτώ, προσαρτώμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | προσαρτώ | προσαρτήσω | προσαρτώμαι | προσαρτηθώ |
2 sg | προσαρτάς | προσαρτήσεις | προσαρτάσαι | προσαρτηθείς |
3 sg | προσαρτά | προσαρτήσει | προσαρτάται | προσαρτηθεί |
1 pl | προσαρτούμε | προσαρτήσουμε, [-ομε] | προσαρτόμαστε, {‑ώμεθα} | προσαρτηθούμε |
2 pl | προσαρτάτε | προσαρτήσετε | προσαρτάστε, {‑άσθε} | προσαρτηθείτε |
3 pl | προσαρτούν(ε) | προσαρτήσουν(ε) | προσαρτώνται | προσαρτηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | προσαρτούσα | προσάρτησα | — | προσαρτήθηκα |
2 sg | προσαρτούσες | προσάρτησες | — | προσαρτήθηκες |
3 sg | προσαρτούσε | προσάρτησε | {προσαρτάτο} | προσαρτήθηκε |
1 pl | προσαρτούσαμε | προσαρτήσαμε | — | προσαρτηθήκαμε |
2 pl | προσαρτούσατε | προσαρτήσατε | — | προσαρτηθήκατε |
3 pl | προσαρτούσαν(ε) | προσάρτησαν, προσαρτήσαν(ε) | {προσαρτώντο} | προσαρτήθηκαν, προσαρτηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα προσαρτώ ➤ | θα προσαρτήσω ➤ | θα προσαρτώμαι ➤ | θα προσαρτηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα προσαρτάς, … | θα προσαρτήσεις, … | θα προσαρτάσαι, … | θα προσαρτηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … προσαρτήσει έχω, έχεις, … προσαρτημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … προσαρτηθεί είμαι, είσαι, … προσαρτημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … προσαρτήσει είχα, είχες, … προσαρτημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … προσαρτηθεί ήμουν, ήσουν, … προσαρτημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … προσαρτήσει θα έχω, θα έχεις, … προσαρτημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … προσαρτηθεί θα είμαι, θα είσαι, … προσαρτημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | προσάρτησε | — | προσαρτήσου |
2 pl | προσαρτάτε | προσαρτήστε | (προσαρτάστε), {προσαρτάσθε} | προσαρτηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | προσαρτώντας ➤ | προσαρτώμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας προσαρτήσει ➤ | προσαρτημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | προσαρτήσει | προσαρτηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- απροσάρτητος (aprosártitos, “not annexed”)
- προσάρτηση f (prosártisi, “annexation”) and
- αναρτώ (anartó, “hang, suspend”)
- εξαρτώ (exartó, “be dependent”)
- συναρτώ (synartó, “connect”)