προσαρμόστηκα
Appearance
See also: προσαρμοστικά
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]προσαρμόστηκα • (prosarmóstika)
- first-person singular simple past of προσαρμόζομαι (prosarmózomai), the passive of προσαρμόζω (prosarmózo)
προσαρμόστηκα • (prosarmóstika)