Jump to content

προοπτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Back-formation from προοπτική (prooptikí, perspective, noun) with -ικός (-ikós) suffix.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pɾo.o.ptiˈkos/
  • Hyphenation: προ‧ο‧πτι‧κός

Adjective

[edit]

προοπτικός (prooptikósm (feminine προοπτική, neuter προοπτικό)

  1. perspective (of, in or relating to perspective)
    προοπτική σχεδίασηprooptikí schedíasiperspective drawing

Declension

[edit]
Declension of προοπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προοπτικός (prooptikós) προοπτική (prooptikí) προοπτικό (prooptikó) προοπτικοί (prooptikoí) προοπτικές (prooptikés) προοπτικά (prooptiká)
genitive προοπτικού (prooptikoú) προοπτικής (prooptikís) προοπτικού (prooptikoú) προοπτικών (prooptikón) προοπτικών (prooptikón) προοπτικών (prooptikón)
accusative προοπτικό (prooptikó) προοπτική (prooptikí) προοπτικό (prooptikó) προοπτικούς (prooptikoús) προοπτικές (prooptikés) προοπτικά (prooptiká)
vocative προοπτικέ (prooptiké) προοπτική (prooptikí) προοπτικό (prooptikó) προοπτικοί (prooptikoí) προοπτικές (prooptikés) προοπτικά (prooptiká)

References

[edit]
  1. ^ προοπτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language