προοπτικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Back-formation from προοπτική (prooptikí, “perspective”, noun) with -ικός (-ikós) suffix.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]προοπτικός • (prooptikós) m (feminine προοπτική, neuter προοπτικό)
- perspective (of, in or relating to perspective)
- προοπτική σχεδίαση ― prooptikí schedíasi ― perspective drawing
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | προοπτικός (prooptikós) | προοπτική (prooptikí) | προοπτικό (prooptikó) | προοπτικοί (prooptikoí) | προοπτικές (prooptikés) | προοπτικά (prooptiká) | |
genitive | προοπτικού (prooptikoú) | προοπτικής (prooptikís) | προοπτικού (prooptikoú) | προοπτικών (prooptikón) | προοπτικών (prooptikón) | προοπτικών (prooptikón) | |
accusative | προοπτικό (prooptikó) | προοπτική (prooptikí) | προοπτικό (prooptikó) | προοπτικούς (prooptikoús) | προοπτικές (prooptikés) | προοπτικά (prooptiká) | |
vocative | προοπτικέ (prooptiké) | προοπτική (prooptikí) | προοπτικό (prooptikó) | προοπτικοί (prooptikoí) | προοπτικές (prooptikés) | προοπτικά (prooptiká) |
References
[edit]- ^ προοπτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language