Jump to content

προλεταριακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

προλεταριακός (proletariakósm (feminine προλεταριακή, neuter προλεταριακό)

  1. proletarian

Declension

[edit]
Declension of προλεταριακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προλεταριακός (proletariakós) προλεταριακή (proletariakí) προλεταριακό (proletariakó) προλεταριακοί (proletariakoí) προλεταριακές (proletariakés) προλεταριακά (proletariaká)
genitive προλεταριακού (proletariakoú) προλεταριακής (proletariakís) προλεταριακού (proletariakoú) προλεταριακών (proletariakón) προλεταριακών (proletariakón) προλεταριακών (proletariakón)
accusative προλεταριακό (proletariakó) προλεταριακή (proletariakí) προλεταριακό (proletariakó) προλεταριακούς (proletariakoús) προλεταριακές (proletariakés) προλεταριακά (proletariaká)
vocative προλεταριακέ (proletariaké) προλεταριακή (proletariakí) προλεταριακό (proletariakó) προλεταριακοί (proletariakoí) προλεταριακές (proletariakés) προλεταριακά (proletariaká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προλεταριακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προλεταριακός, etc.)

[edit]