προετοιμάστηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]προετοιμάστηκα • (proetoimástika)
- first-person singular simple past of προετοιμάζομαι (proetoimázomai), the passive of προετοιμάζω (proetoimázo)
προετοιμάστηκα • (proetoimástika)