Jump to content

προδοτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

προδοτικός (prodotikósm (feminine προδοτική, neuter προδοτικό)

  1. traitorous, treacherous, treasonous

Declension

[edit]
Declension of προδοτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προδοτικός (prodotikós) προδοτική (prodotikí) προδοτικό (prodotikó) προδοτικοί (prodotikoí) προδοτικές (prodotikés) προδοτικά (prodotiká)
genitive προδοτικού (prodotikoú) προδοτικής (prodotikís) προδοτικού (prodotikoú) προδοτικών (prodotikón) προδοτικών (prodotikón) προδοτικών (prodotikón)
accusative προδοτικό (prodotikó) προδοτική (prodotikí) προδοτικό (prodotikó) προδοτικούς (prodotikoús) προδοτικές (prodotikés) προδοτικά (prodotiká)
vocative προδοτικέ (prodotiké) προδοτική (prodotikí) προδοτικό (prodotikó) προδοτικοί (prodotikoí) προδοτικές (prodotikés) προδοτικά (prodotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προδοτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προδοτικός, etc.)