Jump to content

προβάδισμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

προβάδισμα (provádisman (plural προβαδίσματα)

  1. precedence, superiority, lead, priority

Declension

[edit]
singular plural
nominative προβάδισμα (provádisma) προβαδίσματα (provadísmata)
genitive προβαδίσματος (provadísmatos) προβαδισμάτων (provadismáton)
accusative προβάδισμα (provádisma) προβαδίσματα (provadísmata)
vocative προβάδισμα (provádisma) προβαδίσματα (provadísmata)