προβάδισμα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]προβάδισμα • (provádisma) n (plural προβαδίσματα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προβάδισμα (provádisma) | προβαδίσματα (provadísmata) |
genitive | προβαδίσματος (provadísmatos) | προβαδισμάτων (provadismáton) |
accusative | προβάδισμα (provádisma) | προβαδίσματα (provadísmata) |
vocative | προβάδισμα (provádisma) | προβαδίσματα (provadísmata) |