From Wiktionary, the free dictionary
From Ancient Greek προαλείφω ( “ cover beforehand ” ) . In the passive, Hellenistic Koine Greek προαλείφομαι ( “ be anointed before -e.g. wrestling- ” ) . Morphologically, from προ- ( “ before ” ) + αλείφω ( “ spread ” ) .
IPA (key ) : /pɾo.aˈli.fo/
Hyphenation: προ‧α‧λεί‧φω
προαλείφω • (proaleífo ) active (past προάλειψα , passive προαλείφομαι ) ( usually in the passive present )
( learned ) prepare ( of persons: for assuming office )
προαλείφω προαλείφομαι (mainly in the passive, present)
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
προαλείφω
προαλείψω
προαλείφομαι
προαλειφθώ
2 sg
προαλείφεις
προαλείψεις
προαλείφεσαι
προαλειφθείς
3 sg
προαλείφει
προαλείψει
προαλείφεται
προαλειφθεί
1 pl
προαλείφουμε , [‑ομε ]
προαλείψουμε , [‑ομε ]
προαλειφόμαστε
προαλειφθούμε
2 pl
προαλείφετε
προαλείψετε
προαλείφεστε , {προαλείφεσθε }
προαλειφθείτε
3 pl
προαλείφουν [ε ]
προαλείψουν [ε ]
προαλείφονται
προαλειφθούν [ε ]
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
προάλειφα
προάλειψα
προαλειφόμουν [α ]
προαλείφθηκα
2 sg
προάλειφες
προάλειψες
προαλειφόσουν [α ]
προαλείφθηκες
3 sg
προάλειφε
προάλειψε
προαλειφόταν [ε ]
προαλείφθηκε
1 pl
προαλείφαμε
προαλείψαμε
προαλειφόμασταν , (‑όμαστε )
προαλειφθήκαμε
2 pl
προαλείφατε
προαλείψατε
προαλειφόσασταν , (‑όσαστε )
προαλειφθήκατε
3 pl
προάλειφαν , [προαλείφαν (ε )]
προάλειψαν , [προαλείψαν (ε )]
προαλείφονταν
προαλείφθηκαν , [προαλειφθήκαν (ε )]
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα προαλείφω ➤
θα προαλείψω ➤
θα προαλείφομαι ➤
θα προαλειφθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα προαλείφεις , …
θα προαλείψεις , …
θα προαλείφεσαι , …
θα προαλειφθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … προαλείψει
έχω, έχεις, … προαλειφθεί είμαι , είσαι , … προηλειμμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … προαλείψει
είχα, είχες, … προαλειφθεί ήμουν , ήσουν , … προηλειμμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … προαλείψει
θα έχω, θα έχεις, … προαλειφθεί θα είμαι, θα είσαι, … προηλειμμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
προάλειφε
προάλειψε
—
προαλείψου
2 pl
προαλείφετε
προαλείψτε
προαλείφεστε , {προαλείφεσθε }
προαλειφθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
προαλείφοντας ➤
προαλειφόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας προαλείψει ➤
{προηλειμμένος , ‑η, ‑o} ➤
Nonfinite form➤
προαλείψει
προαλειφθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
see: αλείφω ( aleífo , “ spread ” )