πούστικος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From πούστης (poústis, gay/fag/queer).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈpustikos/
  • Hyphenation: πού‧στι‧κος

Adjective

[edit]

πούστικος (poústikosm (feminine πούστικη or πούστικια, neuter πούστικο)

  1. (colloquial, derogatory, vulgar) gay, faggoty, queer (relating to homosexuals)
    Όχι, δεν με ενδιαφέρουν οι πούστικες ταινίες. Μου αρέσουν οι γυναίκες.
    Óchi, den me endiaféroun oi poústikes tainíes. Mou arésoun oi gynaíkes.
    No, I'm not interested in faggoty films. I like women.

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πούστικος (poústikos) πούστικη (poústiki)
πούστικια (poústikia)
πούστικο (poústiko) πούστικοι (poústikoi) πούστικες (poústikes) πούστικα (poústika)
genitive πούστικου (poústikou) πούστικης (poústikis)
πούστικιας (poústikias)
πούστικου (poústikou) πούστικων (poústikon) πούστικων (poústikon) πούστικων (poústikon)
accusative πούστικο (poústiko) πούστικη (poústiki)
πούστικια (poústikia)
πούστικο (poústiko) πούστικους (poústikous) πούστικες (poústikes) πούστικα (poústika)
vocative πούστικε (poústike) πούστικη (poústiki)
πούστικια (poústikia)
πούστικο (poústiko) πούστικοι (poústikoi) πούστικες (poústikes) πούστικα (poústika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πούστικος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πούστικος, etc.)

Derived terms

[edit]