Jump to content

πορτορικάνικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

πορτορικάνικος (portorikánikosm (feminine πορτορικάνικη, neuter πορτορικάνικο)

  1. Puerto Rican

Declension

[edit]
Declension of πορτορικάνικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πορτορικάνικος (portorikánikos) πορτορικάνικη (portorikániki) πορτορικάνικο (portorikániko) πορτορικάνικοι (portorikánikoi) πορτορικάνικες (portorikánikes) πορτορικάνικα (portorikánika)
genitive πορτορικάνικου (portorikánikou) πορτορικάνικης (portorikánikis) πορτορικάνικου (portorikánikou) πορτορικάνικων (portorikánikon) πορτορικάνικων (portorikánikon) πορτορικάνικων (portorikánikon)
accusative πορτορικάνικο (portorikániko) πορτορικάνικη (portorikániki) πορτορικάνικο (portorikániko) πορτορικάνικους (portorikánikous) πορτορικάνικες (portorikánikes) πορτορικάνικα (portorikánika)
vocative πορτορικάνικε (portorikánike) πορτορικάνικη (portorikániki) πορτορικάνικο (portorikániko) πορτορικάνικοι (portorikánikoi) πορτορικάνικες (portorikánikes) πορτορικάνικα (portorikánika)
[edit]

Further reading

[edit]