Jump to content

πορτογαλικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πορτογαλικός (portogalikósm (feminine πορτογαλική, neuter πορτογαλικό)

  1. Portuguese (relating to Portugal or its people or language)

Declension

[edit]
Declension of πορτογαλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πορτογαλικός (portogalikós) πορτογαλική (portogalikí) πορτογαλικό (portogalikó) πορτογαλικοί (portogalikoí) πορτογαλικές (portogalikés) πορτογαλικά (portogaliká)
genitive πορτογαλικού (portogalikoú) πορτογαλικής (portogalikís) πορτογαλικού (portogalikoú) πορτογαλικών (portogalikón) πορτογαλικών (portogalikón) πορτογαλικών (portogalikón)
accusative πορτογαλικό (portogalikó) πορτογαλική (portogalikí) πορτογαλικό (portogalikó) πορτογαλικούς (portogalikoús) πορτογαλικές (portogalikés) πορτογαλικά (portogaliká)
vocative πορτογαλικέ (portogaliké) πορτογαλική (portogalikí) πορτογαλικό (portogalikó) πορτογαλικοί (portogalikoí) πορτογαλικές (portogalikés) πορτογαλικά (portogaliká)
[edit]