Jump to content

πολλαπλός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek πολλαπλοῦς (pollaploûs), from πολλᾰ́ (pollá) +‎ -πλόος (-plóos).

Adjective

[edit]

πολλαπλός (pollaplósm (feminine πολλαπλή, neuter πολλαπλό)

  1. multiple, manifold

Declension

[edit]
Declension of πολλαπλός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πολλαπλός (pollaplós) πολλαπλή (pollaplí) πολλαπλό (pollapló) πολλαπλοί (pollaploí) πολλαπλές (pollaplés) πολλαπλά (pollaplá)
genitive πολλαπλού (pollaploú) πολλαπλής (pollaplís) πολλαπλού (pollaploú) πολλαπλών (pollaplón) πολλαπλών (pollaplón) πολλαπλών (pollaplón)
accusative πολλαπλό (pollapló) πολλαπλή (pollaplí) πολλαπλό (pollapló) πολλαπλούς (pollaploús) πολλαπλές (pollaplés) πολλαπλά (pollaplá)
vocative πολλαπλέ (pollaplé) πολλαπλή (pollaplí) πολλαπλό (pollapló) πολλαπλοί (pollaploí) πολλαπλές (pollaplés) πολλαπλά (pollaplá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολλαπλός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολλαπλός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]